Ενεστώτας | τι κάνω τώρα; δένω αγαπώ - | τι παθαίνω τώρα; δένομαι αγαπιέμαι διηγούμαι |
Παρατατικός | τι έκανα χτες πολύ ώρα; έδενα αγαπούσα - | τι πάθαινα χτες πολύ ώρα; δενόμουν αγαπιόμουν(α) διηγούμουν ή διηγιόμουν(α) |
Αόριστος | τι έκανα χτες μια στιγμή; έδεσα αγάπησα - | τι έπαθα χτες μια στιγμή; δέθηκα αγαπήθηκα διηγήθηκα |
Στιγμιαίος Μέλλοντας | τι θα κάνω αύριο μια στιγμή ; θα δέσω θα αγαπήσω | τι θα πάθω αύριο μια στιγμή ; θα δεθώ θα αγαπηθώ θα διηγηθώ |
Εξακολουθητικός Μέλλοντας | τι θα κάνω αύριο πολλή ώρα ; θα δένω θα αγαπώ | τι θα παθαίνω αύριο πολλή ώρα; θα δένομαι θα αγαπιέμαι θα διηγούμαι |
Παρακείμενος | τι έχω κάνει ως τώρα ; έχω δέσει έχω αγαπήσει | τι έχω πάθει ως τώρα; έχω δεθεί έχω αγαπηθεί έχω διηγηθεί |
Υπερσυντέλικος | τι είχα κάνει ως χτες; είχα δέσει είχα αγαπήσει | τι είχα πάθει ως χτες; είχα δεθεί είχα αγαπηθεί είχα διηγηθεί |
Συντελεσμένος Μέλλοντας | τι θα έχω κάνει ως αύριο; θα έχω δέσει θα έχω αγαπήσει | τι θα έχω πάθει ως αύριο; θα έχω δεθεί θα έχω αγαπηθεί θα έχω διηγηθεί |
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | ||
Ενεστώτας | Οριστική | Προστακτική | Προστακτική |
δέν-ω δρισίζ-ω λύν-ω αγαπ-ώ | δένε, δένετε δρόσιζε δροσίζετε , λύνε, λύνετε αγάπα αγαπάτε | (δένου, δένεστε) (δροσίζου, δροσίζεστε) (λύνου, λύνεστε ) _____ | |
Αόριστος | έδεσα δρόσισα έλυσα αγάπησα | δέσε, δέσετε ή δέστε δρόσισε, δροσίστε λύσε, λύστε αγάπησε, αγαπήστε | δέσου, δεθείτε δροσίσου, δροσιστείτε λύσου, λυθείτε αγαπήσου, αγαπηθείτε |
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | ||
Ενεστώτας | Οριστική | Προστακτική | Προστακτική |
δέν-ω δρισίζ-ω λύν-ω αγαπ-ώ | δένε, δένετε δρόσιζε δροσίζετε , λύνε, λύνετε αγάπα αγαπάτε | (δένου, δένεστε) (δροσίζου, δροσίζεστε) (λύνου, λύνεστε ) _____ | |
Αόριστος | έδεσα δρόσισα έλυσα αγάπησα | δέσε, δέσετε ή δέστε δρόσισε, δροσίστε λύσε, λύστε αγάπησε, αγαπήστε | δέσου, δεθείτε δροσίσου, δροσιστείτε λύσου, λυθείτε αγαπήσου, αγαπηθείτε |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου